Ο σεβαστός π. Βασίλειος Βολουδάκης έλαβε, προς τιμήν του, υπόψιν του το κείμενό μας αυτό και επανήλθε με νέο άρθρο (δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Ενοριακή Ευλογία", τεύχος 138, Φεβρουάριος 2014 και αναρτήθηκε και εδώ), το οποίο φέρει τον τίτλο "Προσκλητήριο θεολογικού διαλόγου μεταξύ πιστών του αρχαίου και του νέου ημερολογίου". Το άρθρο αυτό δεν απαντά στα όσα αναφέρουμε στο κείμενό μας, αφού άλλος είναι ο σκοπός του. Συγκεκριμένα, όπως γράφει ο  συγγραφέας του, αποσκοπεί τόσο στο να επεξηγήσει καλύτερα κάποια γραφόμενα του πρώτου του άρθρου, όσο και να θέσει τις προϋποθέσεις για τη συνέχεια ενός γόνιμου διαλόγου.
Ας μας επιτρέψει λοιπόν για μία ακόμη φορά να σχολιάσουμε τα γραφόμενά του, ανταποκρινόμενοι στην αξιέπαινη επιθυμία του να τεθούν οι βάσεις για έναν διάλογο μεταξύ πιστών παλαιού και νέου ημερολογίου, με την θερμότατη όμως παράκλησή μας, να απαντήσει και επί των ερωτημάτων που τυχόν θα του θέσουμε και εμείς κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου διαλόγου, διότι δεν νοείται αληθής διάλογος (και μάλιστα Αληθείας), όταν ένα από τα δύο μέρη βρίσκεται πάντοτε στη θέση άμυνας και απαντά μονίμως, χωρίς να λαμβάνει απάντηση επί των ερωτημάτων του (όχι βεβαίως ότι ο π. Βασίλειος μας έχει δώσει τέτοια εντύπωση, αλλά το αναφέρουμε υπό τον φόβο του να μη συμβεί κάτι τέτοιο, όπως γνωρίζουμε από την εμπειρία μας σε τέτοιου είδους διαλόγους).
Κατ' αρχάς να αναφέρουμε πως ο όρος "πιστοί του Αρχαίου ημερολογίου" (παρόλη την ευγενική πρόθεση του καλού ιερέως να μη μας προσβάλλει με το "Παλαιοημερολογίτες") δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ίσως το "Παλαιοημερολογίτες" στην αρχή να ήταν ειρωνικό και προσβλητικό, αλλά μετά από τόσους αγώνες και τόσο αίμα και δάκρυ, αποτελεί πλέον για μας τίτλος τιμής (παρόμοια περίπτωση το "Κολλυβάδες"). 
Εν πάση περιπτώση όπως και να ονομάσουμε το ημερολόγιο αυτό (Ιουλιανό, Σωσιγένειο - μιας και ο Σωσιγένης υπήρξε ο πατέρας του και όχι ο Ιούλιος Καίσαρας -, παλαιό, πάτριο ή και αρχαίο) σημασία έχει πως το ημερολόγιο αυτό είναι το εκκλησιαστικό, διότι πάνω σε αυτό βασίστηκε το Πασχάλιο και το εορτολόγιο. Από την άλλη, το νέο ημερολόγιο (όχι και τόσο νέο βεβαίως, αφού μετρά ήδη 690 χρόνια ζωής με αληθινό πατέρα του τον Νικηφόρο Γρηγορά) είναι ένα ημερολόγιο που απέκρουσε η Ορθόδοξη Εκκλησία πολλές φορές (όχι γιατί είχε κάποια κακή μαγική ιδιότητα, αλλά για να μην γίνει αιτία η μεταρρύθμιση αυτή να ΔΙΧΑΣΕΙ τους ορθοδόξους), αλλά τελικώς επεβλήθη, όπως αναφέραμε και στο προηγούμενό μας άρθρο, από την Μασωνία μέσω της Πολιτείας, είναι δηλαδή ένα πολιτικό ημερολόγιο, το οποίο δεν αποδέχθηκαν όλες οι Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Γράφει ο π. Βασίλειος:
"Ἡ ἐπίμαχη παράγραφος τοῦ ἄρθρου μου, πού προκάλεσε τίς περισσότερες ἀντιδράσεις: «Πρέπει νά μᾶς προ­βλη­­ματίση τό γεγο­νός ὅτι τό Ἡμερολόγιο –ἀπό πλευρᾶς ὀπαδῶν– ὑπερισχύει τοῦ Ἑορτολογίου, ἀφοῦ ἀκόμη καί πιστοί ἄνθρωποι ἔκαμαν ἀπό τοῦ 1924 Σχῖσμα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀναγνωρίσαντες ψευ­­­δῶς ὡς πατέρα τοῦ Ἡμερολογίου τούς Ἁγίους Πατέρας(!), ἀντί τοῦ πραγματικοῦ του πατέρα, πού εἶναι ὁ εἰδωλολάτρης Ἰού­λιος Καίσαρας!» περιγράφει μιά ἱστορική πραγμα­τι­κό­τητα, ἕνα ἀδιαμ­φι­σβήτητο ἱστορικό γεγονός".
Ιστορική πραγματικότητα βεβαίως και είναι το γεγονός του σχίσματος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ιστορική πραγματικότητα ότι αυτό το σχίσμα δημιουργήθηκε από όσους παρέμειναν στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο, αλλά αντιθέτως από όσους το μετέβαλαν, όπως αποδείξαμε στο προηγούμενο άρθρο μας (παραθέτουμε ξανά τα στοιχεία και παρακαλούμε τον π. Βασίλειο να τοποθετηθεί επ' αυτών):
  "Οι προπάτορές μας δεν ενδιαφέρθηκαν για το ημερολόγιο ως σύστημα μέτρησης του χρόνου, αλλά για τις επιπτώσεις της εισαγωγής νέου ημερολογίου, μέσα από την παράνομη (εκκλησιαστικώς και νομικώς) συγχώνευση των δύο ημερολογίων, ήτοι της προσαρμογής του εκκλησιαστικού προς το πολιτικό. Παράνομη από εκκλησιαστικής απόψεως, αφού η απόφαση της ημερολογιακής αλλαγής έγινε με εγκύκλιο που υπογράφει μόνο ο Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, άνευ της συμφωνίας όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και Πατριαρχείων - οι οποίες ενίσχυσαν τους ενισταμένους Ορθοδόξους -, όπως φαίνεται ενδεικτικά και από το τηλεγράφημα που αμέσως εστάλη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας (ΕΜΠΡΟΣ 7-4-1924):
Επίσης παράνομη και από νομικής απόψεως (βλέπε Διάταγμα δημοσιευθέν στο ΦΕΚ 25-1-1923, αρ. φ. 24, σελ. 161 και το οποίο βρίσκεται ακόμη σε ισχύ, όπως μπορεί να πληροφορηθεί ο ενδιαφερόμενος από τις αρμόδιες υπηρεσίες):
Επομένως ΔΕΝ δημιούργησαν σχίσμα όσοι δεν ακολούθησαν στην παρανομία αυτή, αντιθέτως κατέστησαν δυνάμει σχισματικοί (υπόδικοι δηλαδή για σχίσμα) οι ακολουθήσαντες αυτήν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδίου του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου (βλ. στο ίδιο ΦΕΚ):
"
Επομένως όταν συνεχίζει ο π. Βασίλειος να διερωτάται: "Ποιός ἄραγε, ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχει μέσα στήν Πατρίδα μας ἀπό τό 1924 Σχῖσμα μεταξύ πιστῶν ἀνθρώπων μόνο καί μόνο ἐπειδή ἀκολουθοῦν διαφορετικά Ημερολόγια;" του απαντούμε ότι κανείς δεν αμφιβάλλει γι' αυτό, αλλά για το ποιος ευθύνεται για το σχίσμα υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ ημών και υμών. Και ιδού και άλλα στοιχεία: 
Γνωρίζετε πως όσοι παρέμειναν στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο, δεν έφυγαν από τις ενορίες τους, απλά απαίτησαν από τους ιερείς να λειτουργούν συμφώνως με αυτό; Αυτό δεν λέγεται σχίσμα, αλλά ανυπακοή, μια αγία ανυπακοή απέναντι σε μια κακή παρανομία, ή ακόμη πιο σωστά μια αγία υπακοή συμφώνως με τα παραδεδομένα και εκκλησιαστικώς νόμιμα. Γνωρίζετε πως όσοι ιερείς δέχτηκαν να τελέσουν λειτουργίες με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο - όπως ο άγιος αυτός ιερέας παπα-Νικόλας Πλανάς και άλλοι - απειλήθηκαν, καθαιρέθηκαν, φυλακίστηκαν, αποσχηματίστηκαν, για να έλθουν μερικοί νεοημερολογίτες χρόνια μετά και να μας πουν για τους Παλαιοημερολογίτες: "ε ας κρατούσαν το παλαιό ημερολόγιο, μόνο να μην κάναν σχίσμα". Μα αυτό κάναν, αγαπητοί, το 1924. Απλά κράτησαν το ημερολόγιο. Δεν δημιούργησαν άλλη Εκκλησία, δεν έφυγαν από την Ορθοδοξία. Αντιθέτως οι διώκτες Ιεράρχες μόνο ως ποιμένες δεν έδρασαν.
Γνωρίζετε ότι κατά τα έτη εκείνα το νέο ημερολόγιο εισήχθη και στις Εκκλησίες της Ρωσίας (επί Πατριάρχου Τύχωνος) και της Πολωνίας (επί Αρχιεπισκόπου Διονυσίου), όμως οι Ιεραρχίες αυτές επανέφεραν άρον άρον το παλαιό, για να μην δημιουργηθεί σχίσμα; Ιδού πως σκέφτηκε ο ποιμένας ο σωστός, ο οποίος δεν δημιούργησε σχίσμα (Συνέντευξη Αρχιεπισκόπου Πολωνίας Διονυσίου στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 13-4-1927):
Ποτέ όμως δεν είναι αργά για μετάνοια.
Στα γραφόμενα υπό του π. Βασιλείου: "Ποιός, ἐπίσης, ἀμφισβητεῖ πλέον μετά τά τόσα χρόνια τοῦ Σχί­­­σμα­τος, ὅτι ἀποκλειστική αἰτία του (καί ὄχι ἁπλῆ ἀφορμή) ὑπῆρ­ξε ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμε­ρο­λο­γίου τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους;" δηλώνουμε απερίφραστα ότι το αμφισβητούμε! Το ημερολόγιο στην Πολιτεία άλλαξε το 1923 και καμία σύγχυση δεν προήλθε. Ως κάτι καινούριο σίγουρα θα χρειαζόταν μια περίοδο προσαρμογής (άλλωστε η Πολιτεία κατά την δισχιλιετή ιστορική πορεία της Εκκλησίας δεν χρησιμοποιούσε πάντοτε το αυτό ημερολόγιο με το της Εκκλησίας), αλλά ως εκεί. Καμία σύγχυση, καμία πραγματική ανάγκη. Πότε άλλωστε προέκυψε αυτή; Ένα χρόνο μετά, τη στιγμή που ήδη σήμερα έναν αιώνα σχεδόν μετά οι πιστοί των Σλαβόφωνων Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν αντιμετωπίζουν καμία σύγχυση! Ας μην τα ρίχνουμε στην Πολιτεία λοιπόν, διότι αν η Ιεραρχία ήταν στο ύψος της, δεν θα υπέκυπτε σε καμία τέτοια πίεση.
Και φτάνουμε τώρα στο καλύτερο σημείο του άρθρου, το οποίο είναι σημαντικότατο! Γράφει ο π. Βασίλειος (οι υπογραμμίσεις ημέτερες): "Ἡ ἀλήθεια, πού πρέπει ἀπό ὅλους μας νά γίνη ἀποδεκτή, εἶναι πώς ἄν δέν γινόταν ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου, δέν ἐπρόκειτο ποτέ νά γίνη ἐκκλησιαστικό Σχῖσμα, ἀσχέτως τῶν οἰκουμενιστικῶν καινοτομιῶν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως".
Έτσι ακριβώς είναι! Είναι ολοφάνερο το χέρι του Θεού, στην περίπτωση του ημερολογιακού σχίσματος! Αυτός επέτρεψε να συμβεί η καινοτομία αυτή, ώστε ο πιστός λαός Του, μέσα από το ιάσιμο, αλλά εξόφθαλμο (το ημερολογιακό δηλαδή) να σωθεί από την επερχόμενη ανίατη, αλλά ύπουλη νόσο (την αίρεση του Οικουμενισμού). Το ότι λυπούμαστε για τον διχασμό και ευχόμαστε για την θεραπεία του, δεν σημαίνει καθόλου πως θεωρούμε ότι το Παλαιοημερολογιτικό κίνημα δεν ήταν εκ Θεού. Δεν σημαίνει καθόλου πως δεν έπρεπε οι προπάτορές μας να εμμείνουν στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο, αλλά να ακολουθήσουν την Ιεραρχία, μόνο και μόνο για να μην υπάρξει διχασμός. Και ο αγώνας τους δικαιώθηκε (βλέπε και ημέτερο άρθρο "Αν δεν υπήρχαν Παλαιοημερολογίτες").
Παρακάτω γράφει ο π. Βασίλειος ότι πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε: "ὅτι ὑπάρχει οὐσιώδης διαφορά μεταξύ τῶν ἀμετακινήτων Ὀρθο­δό­ξων Δογμάτων (πού ὅλοι οἱ πιστοί ἔχουμε χρέος νά προασπισθοῦμε μέχρι θανάτου) καί τῶν, τυχόν, προσωπικῶν ἤ Ποιμαντικῶν ἁμαρ­τιῶν τῶν Ἐπισκόπων ἤ τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκ­κλησιῶν". Βεβαίως και συμφωνούμε! Μιλάμε όμως για προσωπικές ή ποιμαντικές αμαρτίες στην περίπτωση των Οικουμενιστών επισκόπων; Όχι βέβαια! Μιλάμε για μια μακροχρόνια μαζική εκτροπή, για μια σταδιακή κατάληψη από τους φορείς της αιρέσεως όλων των θρόνων των Τοπικών Εκκλησιών. Ανάλογες καταστάσεις βίωσε η Εκκλησία και στο παρελθόν με τον Αρειανισμό, τον Μονοθελητισμό, την Εικονομαχία. Πώς έπραξαν οι ορθόδοξοι τότε; Έδωσαν αγώνα μέχρι θανάτου, ώστε να συνέλθει Σύνοδος Ορθοδόξων, να καταδικαστεί η αίρεση και να εκβληθούν οι λυκοποιμένες εκ των θρόνων! Τι κάνουμε οι σημερινοί ορθόδοξοι; Οι μεν εκ του νέου κοινωνούν ανερυθρίαστα με τους οικουμενιστές πιστεύοντας πως δεν υπάρχουν συνέπειες από την κοινωνία με την αίρεση και αναμένοντας "άχρι καιρού" είτε το Κοινό Ποτήριο, είτε τη Συνοδική Καταδίκη (εννοώντας να μαζευτούν οι Επίσκοποι τους, που στην πλειοψηφία είναι Οικουμενιστές, για να καταδικάσουν τον... Οικουμενισμό), οι δε του παλαιού έχουν επαναπαυθεί στην κάθε Εκκλησία Γ.Ο.Χ. που ανήκει ο καθένας την οποία θεωρεί ως τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αφού κατά την γνώμη τους οι οικουμενιστές έχουν αυτομάτως εξέλθει από Αυτήν και περιττεύει κάθε Συνοδική Κρίση. Επομένως ανταπαντώ ότι στο πρώτο που θα έπρεπε να συμφωνήσουμε θα ήταν στην αναγκαιότητα να επικεντρωθούμε όλοι οι ορθόδοξοι (παλαιού και νέου) στην προσπάθεια να συγκληθεί Μεγάλη Γενική ή Τοπική Σύνοδος Ορθοδόξων κατά του Οικουμενισμού. Αυτή θα επιληφθεί και για την άρση του ημερολογιακού διχασμού.
Συνεχίζοντας ας μου επιτραπεί μία διόρθωση στο εξής: "πολύ περισσότερες ἐκκλησιολογικές καί ποι­μαν­τι­κές ἐκτροπές Νεοημερολογιτῶν ἔχουν κατακεραυνώσει κο­ρυ­φαῖοι ἐκπρόσωποι τοῦ Νέου Ἡμε­ρο­­λο­­γί­ου μέ ἐπι­κε­φα­λῆς τόν Ἅγιο Ἰουστῖνον Πόποβιτς καί τόν π. Ἐπι­­φά­­νι­ον Θεο­δω­ρό­πουλον". Ο άγιος και σοφός αυτός άνδρας π. Ιουστίνος Πόποβιτς, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εκπρόσωπος του νέου ημερολογίου, αφού ως Σέρβος κληρικός ακολουθούσε το παλαιό ημερολόγιο. Προφανώς εννοεί ο π. Βασίλειος ότι ήταν κοινωνικός με τους εν Ελλάδι νεοημερολογίτες. Αυτό όμως δεν τον κάνει εκπρόσωπο του νέου ημερολογίου.
Προχωρώντας, ο αγαπητός π. Βασίλειος θίγει ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα. Το αν και κατά πόσον δηλαδή μεταδίδεται η αίρεση μέσα από την εκκλησιαστική κοινωνία, ειδικώς στην περίπτωση που οι αιρετικά φρονούντες δεν έχουν καταδικαστεί εισέτι. Το ζήτημα αυτό είναι πολύ σοβαρό και δεν απαιτείται μόνο μια γενική θεώρηση, αλλά χρειάζεται και προσεκτική ανάλυση στα επιμέρους σημεία του. Ο π. Βασίλειος ισχυρίζεται ουσιαστικά πως:
1. Με την εκκλησιαστική κοινωνία ορθοδόξων αντιοικουμενιστών με εξ ορθοδόξων οικουμενιστές κληρικούς δεν μεταδίδεται η αίρεση των δευτέρων στους πρώτους εξαιτίας της αιρετικής συμπεριφοράς τους και
2. Η εκκλησιαστική κοινωνία αντιοικουμενιστών με εξ ορθοδόξων οικουμενιστές κληρικούς δεν στερεί την Ιερωσύνη των πρώτων.
Όσον αφορά το δεύτερο εμείς προσωπικά είμαστε σύμφωνοι μαζί του και μάλιστα θεωρούμε ότι και οι εξ ορθοδόξων οικουμενιστές δεν στερούνται την Ιερωσύνη εξ αιτίας της αιρέσεώς τους, αλλά εξ αιτίας της αμετανοησίας τους, η οποία θα αποδειχθεί αν και για ποιους εξ αυτών υπάρχει όταν συνέλθει η αρμόδια κατά της αιρέσεως Σύνοδος, η οποία και θα καθαιρέσει τους αμετανοήτους.
Σχετικώς με το πρώτο όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να υπάρχει εκκλησιαστική κοινωνία χωρίς να γνωρίζεις τι πραγματικά πρεσβεύει ο συμμετέχων στην κοινή Λατρεία, και τελείως διαφορετικό το να κοινωνεί κανείς ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ ΤΟΥ με τους αιρετικά φρονούντες. Και ρωτούμε τον π. Βασίλειο προσωπικά ως κληρικό: θα συλλειτουργούσε με τον Γαλλίας Εμμανουήλ ή τον Γερμανίας Αυγουστίνο ή άλλους μεγαλόσχημους οικουμενιστές που βλασφημούν στο Σύμβολο της Πίστεως μας στο οποίο εμείς οι ορθόδοξοι ομολογούμε την πίστη μας σε ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ; Και αν ναι, θα το έκανε επειδή η αίρεση δεν μεταδίδεται; Ή για να μην δημιουργηθεί σχίσμα (μεταξύ των οικουμενιστών και των αντιοικουμενιστών δηλαδή); Γράφει ο π. Βασίλειος: "Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γιατί δέν ἔγιναν Σχίσματα μεταξύ τῶν Πιστῶν Ὀρθοδόξων ἀνά τούς αἰῶνες, παρ’ ὅτι κατά διαστήματα ὑπῆρξαν ὄχι μόνο Ἐπίσκοποι συλλειτουργοί αἱρετικῶν ἤ αἱρετιζόντων ἀλλά καί Μάγοι Ἐπίσκοποι, δηλαδή Δαιμονολάτρες!" και συνεχίζουμε την ερώτηση: Θα συλλειτουργούσε δηλαδή και με Επίσκοπο που ΓΝΩΡΙΖΕ ότι ήταν μάγος; Κι αν ναι για ποιο λόγο; Επειδή η αίρεση δεν μεταδίδεται; Ή για να μην δημιουργηθεί σχίσμα (ανάμεσα στους ορθοδόξους και στον μάγο δηλαδή);
Εδώ ακριβώς φαίνεται στον π. Βασίλειο η επίδραση της θεωρίας του -Πατέρα της Εκκλησίας, κατά τη γνώμη του - π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου (του οποίου τα επιχειρήματα είχε αναιρέσει ένα προς ένα ο αείμνηστος π. Θεοδώρητος Μαύρος - Πατέρας της Εκκλησίας, κατά τη δική μας γνώμη).
Όμως τόσο ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, όσο και από την άλλη ορισμένοι εκ των ΓΟΧ μετέθεσαν το πρόβλημα από εκεί που πραγματικά βρίσκεται, σε άλλο θέμα (απώλεια ή μη Θείας Χάριτος, εγκυρότητα ή μη Μυστηρίων κλπ.), άσχετο με την πραγματική ουσία του προβλήματος, που τελικά είναι τόσο απλή. Την αποκαλύπτει με απλά λόγια ο Μεγάλος μας Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, που εορτάζει αύριο με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο:
«Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι, καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί, φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G.160, 105).
Μάλιστα τα τελευταία του λόγια (για τους Λατινόφρονες της εποχής του έκανε σχίσμα επειδή δεν έστερξε στις απόφαση της Φερράρας-Φλωρεντίας) αποτελούν την απάντηση στους παραπάνω ισχυρισμούς και παρακαλούμε θερμώ τον π. Βασίλειο, να τα σχολιάσει και αυτός, μήπως δεν κατανοήσαμε κάτι καλώς. Τα παραθέτω:
«Βούλομαι πλατύτερον τήν ἐμήν γνώμην εἰπεῖν, εἴπερ ποτέ καί νῦν, ἐν τῷ ἐγγίζειν τήν τελευτήν μου, ἵνα σύμφωνος ὦ ἐμαυτῷ ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους καί μή δόξῃ τισίν, ὅτι ἄλλα μέν ἔλεγον, ἄλλα δέ ἔκρυπτον ἐν τῇ διανοίᾳ, ἅ εἰκός ἦν ἐλεγχθῆναι τῇ ὥρᾳ ταύτῃ τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως. Λέγω δέ περί τοῦ πατριάρχου, μήπως δόξῃ αὐτῷ προφάσει τάχα τιμῆς τῆς πρός ἐμέ ἐν τῇ κηδείᾳ τοῦ ταπεινοῦ μου τούτου σώματος ἤ καί ἐν τοῖς μνημοσύνοις μου στεῖλαί τινας τῶν ἀρχιερέων αὐτοῦ ἤ τοῦ κλήρου αὐτοῦ ἤ ὅλως τῶν κοινωνούντων αὐτῷ τινα συνεύξασθαι ἤ συμφορέσαι τοῖς ἐκ τοῦ ἡμετέρου μέρους ἱερεῦσι τοῖς πρός τά τοιαῦτα προσκληθεῖσι, δοξάσας ὡς οἱῳδήποτε τρόπῳ προσίεμαι, κἄν ἐν τῷ κρυπτῷ τήν αὐτοῦ κοινωνίαν.
»Καί ἵνα μή ἡ σιωπή μου συγκατάβασιν τινα ὑπονοῆσαι παρέξῃ τοῖς μή καλῶς καί εἰς βάθος εἰδόσι τόν ἐμόν σκοπόν, λέγω καί διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τῶν παρατυχόντων πολλῶν καί ἀξιολόγων ἀνδρῶν, ὡς οὔτε βούλομαι οὔτε δέχομαι τήν αὐτοῦ ἤ τήν τῶν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν τό παράπαν, οὐδαμῶς, οὔτε ἐπί τῆς ζωῆς μου, οὔτε μετά θάνατον, ὥσπερ οὐδέ τήν γεγονυῖαν ἕνωσιν καί τά δόγματα τά λατινικά, ἅπερ ἐδέξατο αὐτός τε καί οἱ μετ’ αὐτοῦ, καί ὑπέρ τοῦ δεφενδεύειν ταῦτα καί τήν προστασίαν ταύτην ἐμνηστεύσατο ἐπί καταστροφῇ τῶν ὀρθῶν τῆς ἐκκλησίας δογμάτων.
»Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις, καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις πατράσι, τοῖς θεολόγοις τῆς ἐκκλησίας · ὥσπερ αὖ πείθομαι τούς συντιθεμένους τούτοις ἀποδιΐστασθαι τῆς ἀληθείας καί τῶν μακαρίων τῆς ἐκκλησίας διδασκάλων. Καί διά τοῦτο λέγω, ὥσπερ παρά πᾶσάν μου τήν ζωήν ἤμην κεχωρισμένος ἀπ’ αὐτῶν, οὕτω καί ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, καί ἔτι καί μετά τήν ἐμήν ἀποβίωσιν ἀποστρέφομαι τήν αὐτῶν κοινωνίαν καί ἕνωσιν, καί ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδείς ἐξ αὐτῶν προσεγγίσῃ ἤ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἤ τοῖς μνημοσύνοις μου, ἀλλ’ οὐδέ ἄλλου τινός τῶν τοῦ μέρου ἡμῶν, ὥστε συμφορένειν ἐπιχειρῆσαι καί συλλειτουργεῖν τοῖς ἡμετέροις · τοῦτο γάρ ἐστι τό τά ἄμικτα μίγνυσθαι. Δεῖ δέ παντάπασιν ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἄν δῷ ὁ Θεός τήν καλήν διόρθωσιν καί εἰρήνην τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ» (P. O. 15, 346).
Κλείνοντας, κι εμείς συμφωνούμε με τον π. Βασίλειο πως μόνο με τη Χάρη του Θεού θα υπάρξει οικοδομή από αυτόν τον Διάλογο Αληθείας. Αρκεί να υπάρχει η καλή προαίρεση εκατέρωθεν να ομολογούμε το Σωστό και το Δίκαιο. Θα μπορούσαμε να γράψουμε και να πούμε πολλά ακόμη, αλλά νομίζουμε πως υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι - και μάλιστα Θεολόγοι με πτυχίο, όπως ο Θεοφιλέστατος Γαρδικίου Κλήμης της Συνόδου των Ενισταμένων ή ο Ελλογιμώτατος κ. Δημήτριος Κάτσουρας - που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν πολύ σε έναν τέτοιου είδους Διάλογο.
Νικόλαος Μάννης
εκπαιδευτικός


ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΒΑΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ''ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ''

2 comments:

  1. «Προτιμότερη η άλωση από το οποιοδήποτε σχίσμα στην Εκκλησία»

    - π. Βολουδάκης :
    Μποροῦμε, ἄραγε, νά λησμονήσουμε ὅτι πρό τῆς Ἁλώσεως τῆς Βασιλευούσης ἔγινε πραγματικό καί ὁλοκληρωτικό συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν καί, μάλιστα, στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορος(!) καί, παρά ταῦτα, δέν ἔγινε Σχῖσμα πιστῶν. Δόθηκε μέν ὡς ἐπιτίμιο τοῦ Θεοῦ ἡ Ἅλωση τῆς Πόλεως τῶν πόλεων, ἀλλά τό Σῶμα τῶν Πιστῶν ἔμεινε ἑνιαῖο καί ἀρραγές. Γι’ αὐτό καί ἄντεξε τό Γένος μας στήν 400χρονη δουλεία καί διατήρησε ἀλώβητη τήν Πίστη του.

    κυπριανός χ :
    Με άλλα λόγια, μας λέει ο π. Βολουδάκης, είναι προτιμότερο το επιτίμιο - εκ Θεού - της Αλώσεως από τη δημιουργία Σχίσματος ! Και αυτό, το δικαιολογεί γράφοντας ότι παρά τα 400 χρόνια δουλείας κρατήσαμε την πίστη μας !!

    Ποια πίστη όμως κρατήσαμε δεν μας το λέει. Εννοεί προφανώς την Ορθόδοξη, η οποία όμως είναι ορθόδοξη, στην καλύτερη περίπτωση, και στη χειρότερη εθνομηδενιστικά ορθόδοξη. Ορθή δόξα, αν με τη λέξη "δόξα" δηλώνουμε την ορθή γνώμη, δηλαδή μια γνώμη η οποία σαφώς εκφράζει και διατυπώνει την αλήθεια, έχει πάψει προ πολλού να ενδιαφέρει τους τυρβάζοντας περί τα θεολογικά, τα φιλοσοφικά, τα αισθητικά, τα επιστημονικά και οπωσδήποτε τα πολιτικά. Η δόξα που επικρατεί σήμερα είναι η δόξα της διπλωματίας, δηλαδή η δολιχοδρομούσα γνώμη, και αυτό φαίνεται ευκρινώς στη γραφή του π. Βολουδάκη :

    «Αυτοί που έκαναν το σχίσμα, γράφει αναφερόμενος στους οπαδούς του αρχαίου ημερολογίου, αναγνώρισαν ψευδώς ως πατέρα του Ημερολογίου τους Αγίους Πατέρας(!), αντί του πραγματικού του πατέρα, που είναι ο ειδωλολάτρης Ιούλιος Καίσαρας». Τούτο είναι το κεφαλαιώδους σημασίας μείζον θέμα για τον π. Βολουδάκη ! Η δόξα (γνώμη) της διπλωματίας, η οποία πατέρα έχει τον διάβολο, και η οποία ευθύνεται για την ακαταστασία της Εκκλησίας, δεν έχει γι΄ αυτόν καμιά αξία. Είναι άνευ σημασίας. Για ποια Ορθοδοξία λοιπόν να μιλήσουμε και τι είδους διάλογος θα είναι ο αναμενόμενος μεταξύ πιστών του αρχαίου και του νέου ημερολογίου;

    Την ορθή δόξα, άρα και Ορθοδοξία, την έχει ανεπανάληπτα εκφράσει ο άγιος Μάρκος Ευγενικός και είναι αυτή την οποία του υπενθυμίζει το άρθρο «Παρόντες στο προσκλητήριο του π. Βολουδάκη» (ιστολόγιο Εν Τούτω Νίκα) και υπογράφει ο εκπαιδευτικός κ. Νικόλαος Μάννης. Το επισυνάπτω εκ δευτέρου με την ευχή να τύχει καλύτερης ανάγνωσης από τον π. Βολουδάκη :

    Συνέχεια ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συνέχεια και τέλος

    «Βούλομαι πλατύτερον τήν ἐμήν γνώμην εἰπεῖν, εἴπερ ποτέ καί νῦν, ἐν τῷ ἐγγίζειν τήν τελευτήν μου, ἵνα σύμφωνος ὦ ἐμαυτῷ ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους καί μή δόξῃ τισίν, ὅτι ἄλλα μέν ἔλεγον, ἄλλα δέ ἔκρυπτον ἐν τῇ διανοίᾳ, ἅ εἰκός ἦν ἐλεγχθῆναι τῇ ὥρᾳ ταύτῃ τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως. Λέγω δέ περί τοῦ πατριάρχου, μήπως δόξῃ αὐτῷ προφάσει τάχα τιμῆς τῆς πρός ἐμέ ἐν τῇ κηδείᾳ τοῦ ταπεινοῦ μου τούτου σώματος ἤ καί ἐν τοῖς μνημοσύνοις μου στεῖλαί τινας τῶν ἀρχιερέων αὐτοῦ ἤ τοῦ κλήρου αὐτοῦ ἤ ὅλως τῶν κοινωνούντων αὐτῷ τινα συνεύξασθαι ἤ συμφορέσαι τοῖς ἐκ τοῦ ἡμετέρου μέρους ἱερεῦσι τοῖς πρός τά τοιαῦτα προσκληθεῖσι, δοξάσας ὡς οἱῳδήποτε τρόπῳ προσίεμαι, κἄν ἐν τῷ κρυπτῷ τήν αὐτοῦ κοινωνίαν.
    »Καί ἵνα μή ἡ σιωπή μου συγκατάβασιν τινα ὑπονοῆσαι παρέξῃ τοῖς μή καλῶς καί εἰς βάθος εἰδόσι τόν ἐμόν σκοπόν, λέγω καί διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τῶν παρατυχόντων πολλῶν καί ἀξιολόγων ἀνδρῶν, ὡς οὔτε βούλομαι οὔτε δέχομαι τήν αὐτοῦ ἤ τήν τῶν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν τό παράπαν, οὐδαμῶς, οὔτε ἐπί τῆς ζωῆς μου, οὔτε μετά θάνατον, ὥσπερ οὐδέ τήν γεγονυῖαν ἕνωσιν καί τά δόγματα τά λατινικά, ἅπερ ἐδέξατο αὐτός τε καί οἱ μετ’ αὐτοῦ, καί ὑπέρ τοῦ δεφενδεύειν ταῦτα καί τήν προστασίαν ταύτην ἐμνηστεύσατο ἐπί καταστροφῇ τῶν ὀρθῶν τῆς ἐκκλησίας δογμάτων.
    »Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις, καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις πατράσι, τοῖς θεολόγοις τῆς ἐκκλησίας · ὥσπερ αὖ πείθομαι τούς συντιθεμένους τούτοις ἀποδιΐστασθαι τῆς ἀληθείας καί τῶν μακαρίων τῆς ἐκκλησίας διδασκάλων. Καί διά τοῦτο λέγω, ὥσπερ παρά πᾶσάν μου τήν ζωήν ἤμην κεχωρισμένος ἀπ’ αὐτῶν, οὕτω καί ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, καί ἔτι καί μετά τήν ἐμήν ἀποβίωσιν ἀποστρέφομαι τήν αὐτῶν κοινωνίαν καί ἕνωσιν, καί ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδείς ἐξ αὐτῶν προσεγγίσῃ ἤ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἤ τοῖς μνημοσύνοις μου, ἀλλ’ οὐδέ ἄλλου τινός τῶν τοῦ μέρους ἡμῶν, ὥστε συμφορένειν ἐπιχειρῆσαι καί συλλειτουργεῖν τοῖς ἡμετέροις · τοῦτο γάρ ἐστι τό τά ἄμικτα μίγνυσθαι. Δεῖ δέ παντάπασιν ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἄν δῷ ὁ Θεός τήν καλήν διόρθωσιν καί εἰρήνην τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ» (P. O. 15, 346).

    Τέλος, αν το εκ Θεού επιτίμιο της υποδούλωσης σε αλλόθρησκους μας δόθηκε προς συνετισμό κατά το παρελθόν, δεν βλέπω να γίνεται αισθητό, ορατό και ψηλαφητό και αντιληπτό, αυτό που σήμερα υφιστάμεθα όλοι παρά τα όσα δεινά μας βρήκαν αφ΄ ότου η δόξα της διπλωματίας κυριάρχησε στα εκκλησιαστικά μας πράγματα με σύνθημα «Προτιμότερη η άλωση από το οποιοδήποτε σχίσμα στην Εκκλησία». Ούτε νουν βάλαμε, ούτε γνώση αποκτήσαμε. -

    ΑπάντησηΔιαγραφή

 
Top